- αλειπτός
- ἀλειπτός, -όν (Α)1. αυτός που αλείφτηκε ή είναι κατάλληλος για επάλειψη2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλειπτόνμύρο που χρησιμοποιούσαν για ραντισμό στις θυσίεςτὰ ἀλειπτάφάρμακο για επάλειψη, αλοιφή.[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. τού ρ. ἀλείφω.ΠΑΡ. μσν. ἀλειπτούτσικον].
Dictionary of Greek. 2013.